Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

Επιβίωσε επί 3 μέρες σε βυθισμένο πλοίο στο βάθη του Ατλαντικού!

Η απίστευτη ιστορία του Χάρισον Οκένε. Δείτε τη στιγμή που οι δύτες τον βρήκαν ζωντανό, ενώ περίμεναν να βρουν μόνο νεκρούς.

Τρεις μέρες βρισκόταν στα βάθη του Ατλαντικού Ωκεανού μέσα στο βυθισμένο σκάφος του. Ωστόσο, ο Χάρισον Οκένε κατάφερε να αντέξει και να βγει σώος από κει μέσα, ο μοναδικός που επέζησε απ' όλο το δωδεκαμελές πλήρωμα. Ο Οκένε ήταν ο μάγειρας του νοτιοαφρικανικού ρυμουλκού.

Τα ξημερώματα της 26ης Μαϊου, το ρυμουλκό βρισκόταν στη Νότια Αφρική και το πλήρωμα σφράγισε τις πόρτες του καραβιού για το φόβο των πειρατών. Στη συνέχεια, συνέχισε το δρόμο του στον Ατλαντικό, πηγαίνοντας να σταθεροποιήσει ένα πετρελαιοφόρο τάνκερ.

Ενώ το πλήρωμα ετοιμαζόταν να πέσει για ύπνο, ένα τεράστιο κύμα το χτύπησε και το αναποδογύρισε. Πριν προλάβει κανείς να κάνει κάτι το καράβι βούλιαξε. Από τη βίαιη πρόσκρουση στον πυθμένα, σήκωσε τόση λάσπη, που το μισό (το πίσω μέρος του) θάφτηκε κάτω από αυτή.

Εκείνη την ώρα, ο Οκένε φόραγε μόνο ένα μαύρο μποξεράκι. Ήταν στην τουαλέτα και ετοιμαζόταν να πάει για ύπνο. «Ξαφνικά», λέει ο ίδιος, «βρέθηκα στο απόλυτο σκοτάδι, μέσα στο νερό. Χτυπιόμουν στους τοίχους, από εδώ και από εκεί. Βγήκα από την τουαλέτα και, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, προσπαθήσαμε με τρία ακόμα άτομα, να φτάσουμε στην έξοδο κινδύνου. Οι τρεις ήταν μπροστά μου. Ξαφνικά το νερό μπήκε μέσα με απίστευτη δύναμη. Είδα τον πρώτο, τον δεύτερο, τον τρίτο να παρασύρονται. Ήξερα ότι είναι ήδη νεκροί».

Παρασυρόμενος και αυτός μέσα από ένα μικρό χώρο βρέθηκε σε μια άλλη τουαλέτα, αυτή τη φορά στην καμπίνα ενός αξιωματικού. Σε αυτό τον χώρο είχε εγκλωβιστεί μια φυσαλίδα αέρα.

«Ήμουν εκεί, στο νερό, στο απόλυτο σκοτάδι και απλά σκεφτόμουν ότι αυτό είναι το τέλος. Σκεφτόμουν ότι το νερό θα γεμίσει το δωμάτιο μέχρι πάνω, αλλά αυτό δεν έγινε», περιγράφει.

«Ήταν πολύ, πολύ κρύα και ήταν όλα μαύρα. Δεν μπορούσα να δω τίποτα. Όμως μπορούσα να καταλάβω πως τα νεκρά σώματα του υπολοίπου πληρώματος ήταν κοντά. Τα ψάρια ήρθαν και άρχισαν να τρώνε τα πτώματα. Μπορούσα να τα ακούσω να τσακώνονται, καθώς έτρωγαν τους συναδέλφους μου. Ήταν φρίκη, τρόμος»

«Σκεφτόμουν, αυτό θα είναι το τέλος μου; Σκεφτόμουν τι θα απογίνει η γυναίκα μου. Η μητέρα μου, η οικογένειά μου, οι φίλοι μου. Αναπολούσα το παρελθόν και προσευχόμουν. Προσευχόμουν συνέχεια. Τουλάχιστον 150 φορές προσευχήθηκα»

Και τότε, το απόγευμα της 28ης Μαϊου, σχεδόν τρεις μέρες μετά το ναυάγιο, άκουσε κάτι. Ήταν η ομάδα των δυτών που είχε φτάσει για να ανασύρει τα νεκρά - όπως νόμιζαν - σώματα του πληρώματος.

«Άκουσα τον ήχο από τα βατραχοπέδιλα των δυτών και έναν ήχο ενός σφυριού να χτυπά το καράβι. Βούτηξα κάτω, στο νερό και βρήκα ένα δοχείο. Άρχισα να χτυπάω τον τοίχο για να με ακούσουν».

Μερικές ώρες αργότερα, οι δύτες ξαναβούτηξαν στο ναυάγιο, ψάχνοντας για τα πτώματα. Όταν είδε ένα αχνό φως, κατάλαβε πως κάποιος δύτης ήταν πολύ κοντά. Κατάλαβε πως ήταν η μόνη του ελπίδα. Κράτησε την ανάσα του, βούτηξε στο νερό και άρχισε να ακολουθεί το φως από τον φακό του δύτη. Μέχρι που βρέθηκε κοντά του.

«Τον σκούντηξα. Κούναγα τα χέρια μου. Ο άνθρωπος έπαθε σοκ. Για να σιγουρευτώ, του άρπαξα το χέρι. Τον άκουγα να ουρλιάζει μέσα από τη μάσκα του στον ασύρματο: Θεέ μου. Υπάρχει ζωντανός άνθρωπος εδώ κάτω. Δεν το πιστεύω. Υπάρχει ζωντανός άνθρωπος»

Έτσι, ο Οκένε τα κατάφερε. Μπήκε σε μονάδα αποσυμπίεσης και έφτασε και πάλι στην αγκαλιά των δικών του.

Topnews: